- αισχρολογώ
- -ησα, μεταχειρίζομαι αισχρολογίες: Είχε την κακή συνήθεια να αισχρολογεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αισχρολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αισχρολογώ — ( έω) (Α αἰσχρολογῶ) λέω αισχρά λόγια, βωμολοχώ, χυδαιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρολόγημα] … Dictionary of Greek
αἰσχρολογῶ — αἰσχρολογέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰσχρολογέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχώ — αισχρολογώ: Τον άκουσα να βωμολοχεί σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του πρωθυπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αισχρολόγημα — το [αισχρολογώ] η αισχρολογία … Dictionary of Greek
αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] … Dictionary of Greek
αισχρορρημονώ — ( έω) (Α αἰσχρορρημονῶ) [αἰσχρορρήμων] αισχρολογώ* … Dictionary of Greek
αχρειολογώ — ( έω) [αχρειολόγος] αισχρολογώ … Dictionary of Greek
λεσβιάζω — (Α λεσβιάζω) [Λέσβιος] νεοελλ. (για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις αρχ. 1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα 2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ» … Dictionary of Greek